Χάρης Βλαβιανός: Από την πλευρά της ποίησης

ΘΗΒΑΙΟΣ - ΜΑΡΓΑΡΗΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΝΘΕΟΝ

Ένας άλλος τρόπος να δούμε τη ζωή και τα ποικίλα της φαινόμενα, ιδιαίτερα τα δύσκολα, όπως αυτές οι μέρες που ζούμε, θα ήταν και από την πλευρά της ποίησης. Μια συζήτηση με τον Χάρη Βλαβιανό, ποιητή και μεταφραστή μεταξύ πολλών άλλων του Έζρα Πάουντ και του Τ.Σ. Έλιοτ (“Άγονη Γη”, “Τέσσερα Κουαρτέτα”, εκδ. Πατάκη), μας γνωρίζει λίγο καλύτερα τον διακεκριμένο ποιητή αλλά μας φωτίζει και την ίδια την ποίηση που ανέκαθεν στη χώρα μας ήταν παρούσα.

Συνέντευξη στον Αντώνη Κυριαζάνο

Βραβευτήκατε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή σας “Αυτοπροσωπογραφία του λευκού” (Πατάκης 2019). Ποια είναι η επίγευση που αφήνει ένα τέτοιο βραβείο: η ικανοποίηση, η κυκλοφορία της συλλογής, ο φθόνος ή η επιβράβευση των άλλων; Ή τι άλλο;

Ικανοποίηση φυσικά που διαφορετικοί αναγνώστες (στις επιτροπές αυτές μετέχουν συγγραφείς, κριτικοί, πανεπιστημιακοί) βρήκαν στη συλλογή αυτή κάτι που να τους αφορά, να τους συγκινεί, αλλά και κάτι που θεώρησαν ότι ανανεώνει την τέχνη της ποίησης. Εξάλλου, το συγκεκριμένο βιβλίο απέσπασε και άλλες διακρίσεις και απασχόλησε έντονα την κριτική. Φθόνος πάντα υπάρχει στους μικρούς κύκλους συγγραφέων και καλλιτεχνών. Μην ξεχνάμε ότι είναι ένα από τα επτά “θανάσιμα αμαρτήματα” και έχει απασχολήσει επί αιώνες πλήθος φιλοσόφων και συγγραφέων, από τον Καντ, τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε ως τον Σαίξπηρ (θυμηθείτε τον Ιάγο στον “Οθέλλο”), τον Σουίφτ και τον Μαρκ Τουέιν.

 

Χάρης Βλαβιανός: Από την πλευρά της ποίησης

Πρόσφατα κυκλοφόρησε και η μετάφρασή σας σ’ ένα έργο που το γνωρίζουν πολλοί όμως λίγοι το έχουν διαβάσει, ακόμη και στην πατρίδα του. Την “Άγονη Γη” του Έλιοτ που ο Έλληνας αναγνώστης την ξέρει ως “Έρημη Χώρα” με τη βαριά μεταφραστική σφραγίδα του Σεφέρη. Έχετε εξηγήσει επαρκώς τη δική σας μεταφραστική εκδοχή. Τι σας ώθησε να μετρηθείτε με δυο μεγάλους ποιητές (και νομπελίστες), τον Έλιοτ που την έγραψε και τον Σεφέρη που τη μετέφρασε και δημιούργησε έτσι και ένα είδος στερεότυπου.

Η μετάφραση του Σεφέρη θεωρώ ότι είναι πλέον ξεπερασμένη. Η γλώσσα του (με τις δημοτικιστικές του εμμονές) δεν αποδίδει το ύφος του Έλιοτ. Επίσης, η μετάφρασή του έχει λάθη και αστοχίες. Ο ίδιος, εξάλλου, έχει ομολογήσει πως όταν επιχείρησε τη μετάφραση της “Wasteland” δεν γνώριζε καλά Αγγλικά. Πρόσφερε, βέβαια, πολλά την εποχή που εκδόθηκε (1936) και άλλαξε ως γνωστόν την πορεία της ελληνικής ποίησης, μπολιάζοντάς την με τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Στην Εισαγωγή της μετάφρασής μου εξηγώ γιατί επέλεξα τον τίτλο “Άγονη γη” και στις Σημειώσεις υπογραμμίζω τις μεγάλες διαφορές ανάμεσα στη μετάφραση του Σεφέρη και τη δική μου. Να προσθέσω ότι η κριτική μου αφορά στον μεταφραστή Σεφέρη και όχι στον ποιητή και δοκιμιογράφο, τον οποίον αγαπώ πολύ και συνεχίζω να διαβάζω.

Έχετε μεταφράσει και άλλους γνωστούς και σημαντικούς ποιητές Να σας θέσω κι εγώ το κοινότοπο ερώτημα: “Μεταφράζεται η ποίηση; ειδικά η ποίηση”;

Σας μεταφέρω τη γνωστή άποψη του Φροστ ότι η ποίηση είναι αμετάφραστη αφού “poetry is what’s lost in translation”. Την άποψη του Φροστ θα προσυπέγραφαν πολλοί δημιουργοί, αφού θα υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει πραγματική συμμετρία, επαρκής αντικατοπτρισμός, ανάμεσα σε δύο διαφορετικά γλωσσικά συστήματα. Ισχύει; Εν μέρει. Ακόμη και στην πιο εκλεπτυσμένη ποίηση βρίσκει κανείς, πιστεύω, μεταφράσιμα στοιχεία. Ο ήχος των λέξεων, οι ρυθμικές τους σχέσεις, οι ρίμες, τα λογοπαίγνια παραμένουν σε μεγάλο βαθμό μη μεταφράσιμα. Όμως η ποίηση δεν είναι, όπως η μουσική, καθαρός ήχος. Εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές βρίσκουν ισοδύναμα στη γλώσσα υποδοχής. Κάθε μεταφραστής της ποίησης, είτε έχει γράψει ο ίδιος ποιήματα, είτε όχι, λειτουργεί ως ποιητής. Οφείλει να βρει τα καλούπια εκείνα στη γλώσσα του στα οποία θα μπορέσει να προσαρμόσει τα ξένα λεκτικά σχήματα. Και τα καλούπια αυτά είναι εντελώς προσωπικά. Άλλη η γλώσσα του Σεφέρη, άλλη η δική μου, για να επιστρέψω στο θέμα του Έλιοτ που ανέφερα πιο πάνω. Και είναι τόσο πιο ανθεκτικά, όσο μεγαλύτερη η μεταπλαστική δύναμη του μεταφραστή.

Μιλώντας για τον Έλιοτ και τον Πάουντ, που επίσης έχετε μεταφράσει, πώς γίνεται να τους γνωρίζουν τόσοι πολλοί χωρίς να τους έχουν διαβάσει, όντας “δύσκολοι” ποιητές.

Τους γνωρίζουν ως πρωτοπόρους του μοντερνισμού, ως το δίδυμο που άλλαξε ριζικά τον χάρτη της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ποίησης. Τον Πάουντ τον γνωρίζουν και λόγω της εμπλοκής του με τον Φασισμό και τον μετέπειτα εγκλεισμό του για δεκατρία χρόνια σε άσυλο στη Ουάσινγκτον.

Ειδικά ο Έλιοτ είναι ευρέως γνωστός ως όνομα, ο οποίος μάλιστα είχε δουλέψει και σε τράπεζα και στη συνέχεια σ’ έναν εκδοτικό οίκο, με ωράριο, θέλω να πω ως υπάλληλος. Αυτό ανατρέπει τον μύθο που θέλει τον ποιητή, λίγο “εκτός” πραγματικότητας, λίγο φευγάτο ή, εν πάση περίπτωση, μακριά από κάθε κανονικότητα.

Είναι μύθος όπως είπατε. Στη δική μας ποίηση υπάρχουν πολλοί που ζούσαν μια κανονική, συντηρητική θα λέγαμε ζωή, αλλά στην ποίηση υπήρξαν κάθε άλλο παρά συντηρητικοί: Καβάφης, Παλαμάς, Σεφέρης, Αναγνωστάκης, Βακαλό, Λεοντάρης κ.ά. Από την άλλη έχουμε και ποιητές, όπως ο Ελύτης, ο Καρούζος, ο Σαχτούρης, η Ρουκ κ.ά. που έζησαν μια πιο μποέμικη ζωή. Πάντως κανένας ποιητής δεν είναι “εκτός πραγματικότητας”. Από αυτήν εμπνέεται και το έργο του, με αυτήν συνομιλεί.

Για τη δική σας ποίηση, έχετε ήδη απαντήσει σ’ ένα σας βιβλίο “Γιατί γράφω ποίηση”. Πώς θα μπορούσατε να το συνοψίσετε τώρα στον περιορισμένο χώρο αυτής της συνέντευξης;

Για να δώσω ένα σταθερό, αμετάβλητο σχήμα στις ρευστές, φευγαλέες εμπειρίες μου. Να διασώσω κάτι από τη ζωή που διαρκώς γλιστράει μέσα από τα χέρια μου.

Είστε πολυγραφότατος και πολυπράγμων. Διδάσκετε, είστε εκδότης του περιοδικού “Ποιητική”, υπεύθυνος σ’ έναν εκδοτικό οίκο, γράφετε, προφανώς ζείτε κι άλλα πράγματα. Πώς διαχειρίζεστε τον χρόνο σας;

Δύσκολα. Αλλά παρ’ όλα αυτά με κάποιον μαγικό τρόπο καταφέρνω να συνδυάσω όλες τις δραστηριότητες. Δεν έχω, πάντως, την πολυτέλεια να κοιμάμαι πολύ!

Στην Ελλάδα, έχουμε δυο Νόμπελ στην ποίηση (Σεφέρης, Ελύτης) και μια μεγάλη εκδοτική παραγωγή ποίησης – και βέβαια καλούς ποιητές. Όμως αυτό το “ποιητικό υλικό” φτάνει στον καθημερινό άνθρωπο, τον επηρεάζει, τον συντροφεύει στη ζωή του;

Σήμερα, η ποίηση έχει γίνει δύσκολη ακόμη και για τον πιο επαρκή αναγνώστη, καθώς οι τρόποι τής σκέψης και της επικοινωνίας στη σύγχρονη κοινωνία είναι διαμετρικά αντίθετοι προς εκείνους που απαιτούνται για την ανάγνωση της ποίησης. Όταν κάποιος ισχυρίζεται “Δεν διαβάζω σύγχρονη ποίηση, γιατί είναι ασυνάρτητη”, γνωρίζουμε αρκετά για να μπορέσουμε να απαντήσουμε, αν και όχι μεγαλόφωνα: “Δεν είναι ακόμη κι αν ήταν, όμως, δεν είναι αυτός ο λόγος που δεν τη διαβάζεις”. Όπως έχει εύστοχα γράψει Αμερικανός κριτικός, κληρονομιά των ποιητών της εποχής μας είναι η συνθήκη μιας γενικευμένης αδιαφορίας αλλά -τι παράδοξο! – ενώ οι πάντες αδιαφορούν γι’ αυτούς, ταυτόχρονα παραπονιούνται πως είναι αόρατοι γιατί η γωνιά στην οποία κανείς δεν κοιτάζει είναι πάντοτε σκοτεινή. Η δυσκολία δεν είναι μια ιδιότητα των κειμένων· σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα μας μαθαίνουν να διαβάζουμε. Αν, λοιπόν, η σύγχρονη ποίηση είναι δύσκολη, αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα της εξαφάνισης του αναγνώστη, κι όχι ως αιτία της. Δεν έχει νόημα να θρηνούμε αυτή την απώλεια. Το μόνο καθήκον, σ’ αυτό το περιβάλλον του εκπεσμένου, αποσαθρωμένου λόγου, είναι να κρατήσουμε τη γλώσσα ζωντανή. Για μας και τους ομοίους μας.

Από τότε που η ποίηση άφησε πίσω της τη ρίμα, δεν γίνεται πλέον τραγούδι (ο τρόπος που πέρασε η ποίηση στην καθημερινότητα τη δεκαετία του εξήντα) και μένει “τυπωμένη” στο χαρτί. Αυτό το θεωρείτε υπέρ ή κατά της ποίησης;

Η ποίηση είναι κυρίως τυπωμένη. Και όσοι τη γνώρισαν μέσω του τραγουδιού, δίνουν πιστεύω περισσότερη σημασία στη μουσική, παρά στις λέξεις και τον δικό τους ήχο.

Ας κλείσουμε με ένα πρόσφατο βιβλίο σας: “Τώρα θα μιλήσω εγώ” και με κάποιον τρόπο δίνετε φωνή στην αδελφή σας που πέθανε από ναρκωτικά. Τι σας έκανε να δημοσιοποιήσατε συγγραφικά ένα τόσο προσωπικό θέμα;

Στο συγκεκριμένο βιβλίο που αφορά την αδελφή μου και τον πρόσφατο θάνατό της από νοθευμένη ηρωίνη, ήθελα να γράψω κάτι που να διασώζει το πρόσωπό της, την ομορφιά της, το απαράμιλλο σθένος της. Ωστόσο, οι λέξεις πάντοτε εκτοπίζουν από το χαρτί –με βίαιο μάλιστα τρόπο– ένα μεγάλο μέρος της εμπειρίας. Επομένως, ό,τι έχει απομείνει στο βιβλίο είναι ό,τι μπόρεσε να διασώσει, να φέρει στο φως ο συγγραφέας. Δεν υπάρχει άρα “αυτοβιογραφικό βιβλίο”. Ό,τι λέμε “αλλοιώνεται”, “παραμορφώνεται” για χάρη της γλώσσας, για χάρη της λογοτεχνίας. Το “Τώρα θα μιλήσω εγώ” είναι ένας δραματικός μονόλογος που πλέον δεν αφορά εμένα ή την αδελφή μου, αλλά τους αναγνώστες.