Γυρίσματα στην Πάτρα με την Συμφωνική Λαϊκή Ορχήστρα «ΕΝ ΧΟΡΔΩ» για ντοκιμαντέρ !!

Η Συμφωνική Λαϊκή Ορχήστρα «ΕΝ ΧΟΡΔΩ» πρωταγωνιστεί σε ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε στην χώρα μας και αφορά στην τέχνη του μπουζουκιού και αναμένεται να προβληθεί τον ερχόμενο Νοέμβριο!

Τα γυρίσματα στην Πάτρα πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 15 Φεβρουαρίου στον χώρο του Royal.

 

Οι κάμερες στήθηκαν, οι οργανοπαίκτες πήραν την θέση τους και ο χώρος «πλημμύρισε» με νότες των τραγουδιών του σπουδαίου Βασίλη Τσιτσάνη, που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.Οι μουσικοί επέλεξαν τρία τραγούδια του, «Τα ωραία του Τσιτσάνη», «Σόλο Σέρβικο» και το «5/8».


Η ορχήστρα «Εν Χορδώ» ήταν πλήρους σχηματισμού.

Έπαιξαν συνολικά 40 μπουζούκια με τον μικρότερο οργανοπαίκτη να είναι μόλις 7 ετών και τον μεγαλύτερο 57 ετών. Η βασική ορχήστρα αποτελούνταν από τους εξής μουσικούς:

Τον Δημήτρη Ζερνιώτη – ακουστική κιθάρα
Την Στέλλα Μπαλή – ακουστική κιθάρα
Τον Σωτήρη Πούτο – – Ηλεκτροακουστική κιθάρα
Στο φλάουτο Αλ. Κοσμά
Τον Βασίλη Ακριβό – Ακορντεόν
Την Πένυ Γεωργοπούλου – Σαντούρι
Τον Τζόνι Ανδριόπουλο – πιάνο
Τον Λάμπη Παπασπυρόπουλο – Μπάσο
Τον Άκη Χατζημικές – κρουστά
Και φυσικά ο Μ.Ο. Θεόδωρος Γεωργόπουλος Καλλιτεχνικός Διευθυντής «Εν Χορδώ».

 


Στο ντοκιμαντέρ που αποτελεί μια σπουδαία παραγωγή που θα προβάλλει παγκοσμίως την χώρα μας και φυσικά την τέχνη του μπουζουκιού «πρωταγωνιστούν» οι δημιουργίες σπουδαίων συνθετών της Ελλάδας.

Στο ντοκιμαντέρ συμμετέχουν σπουδαίοι μουσικοί, δεξιοτέχνες του μπουζουκιού όπως ο Μανώλης Καραντίνης, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Παν. Στεργίου, Νίκος Τατασόπουλος και Βαγγέλης Τρίγγος.

Φυσικά, γίνεται αναφορά και στους οργανοποιούς οι οποίοι με μεράκι κατασκευάζουν τα μπουζούκια.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το μπουζούκι έχει αναγνωριστεί ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά στην UNESCO.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ
Το πιο αγαπημένο και ταυτόχρονα το πιο συκοφαντημένο ελληνικό όργανο, το μπουζούκι,
είναι ίσως το μόνο που κατάγεται απευθείας από ένα γνωστό αρχαιοελληνικό όργανο, την πανδούρα ή πανδουρίδα.
Με το ίδιο σχήμα που έχει και σήμερα (αχλαδόσχημο ηχείο με μανίκι και τάστα), τις ίδιες διαστάσεις και την ίδια διάταξη χορδών, το μπουζούκι παρουσιάζει μια αδιάλειπτη ιστορία χιλιάδων ετών στον ελλαδικό χώρο.
Πέρασε από τα χέρια των αρχαίων Ελλήνων στους Βυζαντινούς, επέζησε της τουρκοκρατίας και, αφού έζησε πρώτα μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του εικοστού αιώνα, γνώρισε μεγάλη διάδοση και επιπλέον παγκόσμια δόξα σε Ευρώπη και Αμερική με τις επιτυχίες των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, Χιώτη, Ζαμπέτα κ.ά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Γιώργος Ζαμπέτας:
( στις Κάνες, που είχε πάει για την προβολή της ταινίας Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασσέν, όπου έπαιζε μπουζούκι στη μουσική που είχε γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις, στο πάρτι που ακολούθησε έπαιζε μόνος του μέχρι το πρωί κι όλοι οι παρευρισκόμενοι διασκέδαζαν με την πενιά του.)
Το μπουζούκι,κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λαϊκή ορχήστρα στις μέρες μας, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και έφερε ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα,
τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, μπουζούκι και πολλά άλλα ακόμη,
με τα οποία ονομάζονταν κι άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας των ταμπουράδων. Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μικροτροποποιήσειςκαι παραλλαγές του ίδιου βασικού οργάνου, του ταμπουρά.
Η πανδουρίδα πρωτοεμφανίστηκε στη Μεσοποταμία προς τα τέλη της τρίτης χιλιετίας.
Οι πρώτες μαρτυρίες για το όργανο που έχουμε στις ελληνικές περιοχές είναι περίπου από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Υπάρχουν περίπου δώδεκα αναπαραστάσεις αυτού του οργάνου στην ελληνική τέχνη μεταξύ
του 330 και του 200 π.Χ. Ο συνηθέστερος τύπος παρουσιάζεται να διαθέτει αχλαδόσχημο ηχείο,
το οποίο λεπταίνει στο λαιμό, χωρίς κάποια ευδιάκριτη διαχωριστική γραμμή.
Το όργανο αυτό το ονόμαζαν και τρίχορδο, επειδή είχε τρεις χορδές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είχε τέσσερις και πέντε.
Ο εκτελεστής πιέζει τις χορδές με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού, έτσι ώστε να κάνει το φθόγγο να υψωθεί στο ζητούμενο ύψος. Μια αναπαράσταση φανερώνει την παρουσία ταστιέρας πάνω στο βραχίονα για την
ακριβή απόδοση συγκεκριμένων φθόγγων. Το δεξί χέρι φαίνεται να χρησιμοποιεί πλήκτρο (πένα).
Για τη βυζαντινή εποχή οι πηγές είναι πολλές, καθώς η πανδούρα και το κανονάκι ήταν από τα βασικότερα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, όπως τονίζει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο σχετικό βιβλίο του.
Αυτή την εποχή γίνεται δημοφιλές στις τάξεις των λογίων. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την παράσταση
μιας πανδούρας στο παλάτι τωνΒυζαντινών αυτοκρατόρων, ενώ πλούσια είναι και η απεικόνιση ταμπουράδων όπως και οι αναφορές στη δημοτική αλλά και στη λόγια ποίηση της εποχής.
Το όργανο συνεχίζει να κατέχει πολύ σημαντική θέση και στην επανάσταση του ’21: ο Ρήγας Φεραίος
απεικονίζεται να παίζει ταμπουρά, ενώ λέγεται ότι πάντα τραγουδούσε τον Θούριο με αυτό το «οργανάκι» του.
Ακόμη, ο Θεόφιλος έχει ζωγραφίσει τον Κατσαντώνη να κρατάει ένα μπουζούκι στο χέρι, ενώ, για
μπουζούκια αναφέρουν πολλά δημοτικά τραγούδια, όπως Βάνει νταούλια τριανταδυό, μπουζούκια δεκαπέντε.
Στο Ιστορικό Μουσείο (Παλαιά Βουλή) σώζεται ο ταμπουράς του στρατηγού Μακρυγιάννη.Στα τέλη του δέκατουένατου αιώνα, η ονομασία μπουζούκι κυριαρχεί έναντι της ονομασίας ταμπουράς. Το όργανο πλέον δεν συνοδεύειτην παραδοσιακή δημοτική μουσική των Ελλήνων, μιας και δεν περιλαμβάνεται
στη σύνθεση της κομπανίας (κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι) ή της ζυγιάς (βιολί-λαούτο, λύρα-λαούτο).
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την έλευση στον ελλαδικό χώρο των προσφύγων από εκείνες τις περιοχές, σηματοδοτείται η νέα ακμή του οργάνου. Οι ρεμπέτες είναι αυτοί που θα αντικαταστήσουν τους (κινητούς) περντέδες με τα σταθερά τάστα. Το 1929 θα ιδρυθεί από τον Μάρκο Βαμβακάρη η πρώτη και
θρυλικότερη ορχήστρα μπουζουκιών, η Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς (Βαμβακάρης, Δελιάς, Παγιουμτζής, Μπάτης).
Γεγονός είναι βέβαια ότι στις αρχές του αιώνα το μπουζούκι ευδοκίμησε στους τεκέδες και στα καταγώγια, στις
προσφυγογειτονιές και στις παραγκουπόλεις.Αναμφίβολα το μπουζούκι είναι το μουσικό όργανο που κυριαρχεί και χαρακτηρίζει την ελληνική αστική λαϊκή μουσική από τις αρχές του εικοστού αιώνα ως τις μέρες μας. Σε αυτή την περίοδο,η τεχνική παιξίματος, ο ρόλος του μέσα στην ορχήστρα ακόμη και τα οργανολογικά
χαρακτηριστικά του υπέστησαν πολλές αλλαγές. Αλλαγές που προέκυψαν από την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιούαλλά και που τελικά την επηρέασαν εκ νέου.
Ο κυρίαρχος ρόλος του μπουζουκιού ξεπερνάει το ρόλο ενός απλού οργάνου. Καθόρισε μια ολόκληρη εποχή.
Ο πρώτος μπουζουξής, ο οποίος υπήρξε σημαντικός συνθέτης και σταθμός στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού με το προσονύμιο (πατριάρχης), ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι ο Γιοβάν Τσαούς
ή Γιάννης Εϊτζιρίδης, ο Μπάτης, ο Δελιάς ο Τσιτσάνης κι άλλοι πολλοί μπουζουξήδες δεν ήταν αξιόλογοι και δεν άφησαν τη δική τους ιστορία. Ο Βαμβακάρης έπαιζε τρίχορδο και επηρέασε τη λαϊκή μουσική της εποχής
του σημαντικότατα: εκμεταλλεύτηκε περίτεχνα την τροπική δομή των λαϊκών δρόμων στα τραγούδια του
και χρησιμοποίησε τα διαφορετικά κουρδίσματα για το μπουζούκι, τα λεγόμενα ντουζένια. Λογικά λοιπόν
θεωρείται από πολλούς ο συνθέτης που γεφύρωσε ομαλά το δημοτικό με το ρεμπέτικο τραγούδι.
Στη συνέχεια, ο Βασίλης Τσιτσάνης διεύρυνε κι εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με όργανα όπως το ακορντεόν
και το πιάνο, καθιέρωσε και τελειοποίησε τη χρήση της δεύτερης φωνής και πολλές φορές της τρίτης στα λαϊκάτραγούδια, χρησιμοποίησε προεισαγωγές. Γενικά ο Τσιτσάνης ήταν εκείνος που αναμόρφωσε το ρεμπέτικο τραγούδι και, από τραγούδι των περιθωριακών και του τεκέ, το έκανε πιο προσιτό στις μεγάλες
αστικές κοινωνικές μάζες. Τέλος, έρχεται ο Μανώλης Χιώτης, ο οποίος χρησιμοποιώντας την τέταρτη χορδή,
ανέπτυξε τη δεξιοτεχνία του οργάνου, εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο το ηχόχρωμα της ελληνικής
λαϊκής ορχήστρας με χάλκινα πνευστά και περισσότερα κρουστά και ιδιόφωνα όργανα, με αποτέλεσμα
να καταφέρει να βάλει το όργανο στα μεγάλα σαλόνια .
Τα τελευταία χρόνια έχει συζητηθεί πάρα πολύ το ζήτημα της τέταρτης χορδής στο μπουζούκι. Παρόλο που λέγεται ότι το 1953 ο Μανώλης Χιώτης πρόσθεσε την τέταρτη χορδή στο όργανο, η πραγματικότητα είναι ότι ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος μύησε τον Μανώλη Χιώτη στις τέσσερις χορδές του
μπουζουκιού. Αργότερα στην Αμερική, ο Τσιμπίδης έβαλε και πέμπτη χορδή (ρε, λα, φα ντο, σολ, ). Το τετράχορδο μπουζούκι υπάρχει από το 1912.
Ο Στεφανάκης Σπιτάμπελος εμφανίζει στην πιάτσα ένα εριβάν. Το εριβάν ήταν ένα όργανο δικής του εμπνεύσεως: μπουζουκοκίθαρο. Το όργανο αυτό είναι λίγο μικρότερο από μπουζούκι και το μπράτσο του λίγο πιο κοντό, ενώ δεν είναι γνωστό πώς κουρδίζεται. Φέρει τέσσερις διπλές χορδές. Ο
Σπιτάμπελος είναι ο δάσκαλος του Χιώτη. Αν θεωρήσουμε το εριβάν συγγενές με το μπουζούκι, τότε την τέταρτη χορδή δεν την έχει βάλει ο Χιώτης αλλά ο Σπιτάμπελος.Πάντως, ο Χιώτης πρωτόπαιξε τετράχορδο μπουζούκι στους δίσκους μετά το 1957. Το οκτάχορδο ή τετράχορδο γεννήθηκε από το μηδέν. Ο Χιώτης ήθελε ένα μπουζούκι που να κουρδίζεται και να έχει την ταστιέρα της κιθάρας.
Στις νότες μι, σι, σολ, ρε, όπου κούρδισαν αρχικά το όργανο, έσπαγαν οι χορδές κι έτσι το κούρδισαν σε – ρε, λα, φα, ντο, έναν τόνο δηλαδή πιο κάτω από την κιθάρα. Η αλλαγή αυτή τον βοήθησε να τελειοποιήσει το παίξιμό του και να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες στο λαϊκό αυτό όργανο. Αξιοποίησε και τα τέσσερα δάχτυλα κι έδωσε αφάνταστη ταχύτητα και τεχνική στην κίνηση τού αριστερού χεριού,καθώς
και μια καινούργια τεχνοτροπία στο δεξι χέρι(πένα). Συνεπώς διεύρυνε τις μελωδικές ικανότητες, την αρμονία και τις ηχητικές φόρμες τουπαραδοσιακού οργάνου.Από εκείνη τη στιγμή το όργανο κατηγορήθηκε πολύ και οι μπουζουξήδες χωρίστηκαν στους τετράχορδους και στους τρίχορδους. Χαρακτηριστικά, ο Άκης Πάνου έλεγε ότι το τετράχορδο μπουζούκι είναι μια κουτσή κιθάρα. «Το σημαντικό δεν είναι πόσες χορδές έχει ένα όργανο, γιατί το όργανο από μόνο του δεν λέει τίποτα. Σημασία είχε η πρόθεση των καλλιτεχνών.
Με τα μπουζούκια δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί. Του ίδιου του αρέσουν και τα δύο. Εξάλλου ο Χιώτης είχε παίξει τρίχορδο και είχε τελειώσει μ’ αυτό.
Δεν είναι ουσιώδες αν πρόσθεσε ή αφαίρεσε χορδή. Σημασία έχει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Το αποτέλεσμα της μουσικής του Χιώτη όλοι το διακρίνουμε, άφησε ιστορία στα μουσικά δρώμενα .
Είναι γεγονός ότι το τετράχορδο παίζεται λίγο διαφορετικά από το τρίχορδο μπουζούκι. Αλλά, άμα σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότεροι παίζουν στις δύο πρώτες χορδές,η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι με το τρίχορδο παίζουν κυρίως οριζόντια, ενώ το τετράχορδο παίζεται κάθετα (αρμονία).
Είναι δύο διαφορετικές σχολές, που η καθεμιά δημιουργήθηκε από ανάλογες ανάγκες. Οι μεγάλοι μπουζουξήδες είναι μεγάλοι μπουζουξήδες• όποιο όργανο από τα δύο κι αν επιλέγουν, όταν δίνουν την ψυχή τους, το αποτέλεσμα είναι ανεπανάληπτο. Αυτό το τόσο αγαπητό όργανογια ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, το οποίο είναι ίσως το μόνο μουσικό όργανο που συνδέει την ιστορία των Ελλήνων τόσο άρρηκτα στο πέρασμα των αιώνων, διάβηκε ανάμεσα από συμπληγάδες μέχρι να καθιερωθεί και να πάψει να είναι παράνομο.
Γνωστοί είναι οι διωγμοί που είχε υποστεί από όλες τις δικτατορίες που κατά καιρούς είχαν επιβληθεί στην Ελλάδα μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Γνωστές ήταν και οι μάχες που έδωσαν τόσο ο Μίκης Θεοδωράκης όσο και ο Μάνος Χατζιδάκις για την καθιέρωση τού οργάνου.
Όταν ο Θεοδωράκης, ο Χιώτης και ο Μπιθικώτσης έγραφαν τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, είχαν κατηγορηθεί ακόμη και από έντυπα της εποχής ότι χρησιμοποιούν ένα τούρκικο όργανο του περιθωρίου. Σε αυτόν τον τόπο, όπου το τραγούδι είναι η αιχμή του δόρατος του πολιτισμού, τομπουζούκι θα διατράνωνε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που του έγραψε η ιστορία.
Τον εικοστό πρώτο αιώνα ο Διαμαντής Χιώτης (γιός του Μ.Χιώτη ), σε συνεργασία με τον οργανοποιό Χρήστο Τσόλη, προσπαθώντας να διευρύνει ακόμη περισσότερο τις δυνατότητες του οργάνου, προσθέτει μια πέμπτη χορδή στο μπουζούκι (ρε, λα, φα, ντο, φα). Δεδομένου ότι και παλαιότερα είχαν προστεθεί και αφαιρεθεί χορδές από το όργανο ανάλογα με τον οργανοπαίκτη, η καινοτομία έγκειται στο εξής: η προσθήκη της
νότας φα αντικαθιστά την πέμπτη και την έκτη χορδή της κιθάρας και δίνει στο όργανο τη δυνατότητα να παίξει οποιοδήποτε είδος μουσικής.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι με αυτό τον τρόπο σε ένα όργανο ενώνονται το τετράχορδο (ρε, λα, φα, ντο) και το τρίχορδο(φα, ντο, φα, αντί ρε, λα, ρε, όπου ήταν τόσα χρόνια κουρδισμένο το τρίχορδο, κάτι άνευ ιδιαίτερης σημασίας όμως, αφού τα διαστήματα που σχηματίζονται και στα δύο κουρδίσματα είναι ίδια).Πλέον, θα είναι απαραίτητη η τεχνική (μελέτη) της πένας, μιας και ο τρόπος που θα χρησιμοποιείται θα παίζει σπουδαίο ρόλο στο είδος και στο ύφος της μουσικής που θα παραχθεί.
Κυριαρχούν η μαλακότητα και η ελαστικότητα των χορδών ώστε να μπορεί να τραβηχτεί (τεχνική bend).
Οιπειραματισμοί του μουσικού πάνω στην εξέλιξη του μπουζουκιού είχαν ξεκινήσει τη δεκαετία του 1980, όπου δημιούργησε το επτάχορδο(τέσσερις διπλές χορδές και τρεις μονές), το εξάχορδο ή εννιάχορδο και το άταστο μπουζούκι, ενώ πρώτος έφτιαξε το σινθεσάιζερ μπουζούκι.«Σκοπός μου με το πεντάχορδο μπουζούκι ήταν να αναπτυχθεί το όργανο και να πάει παραπέρα από το τετράχορδο.
Οποιαδήποτε άλλη νότα πέραντης φα αν τοποθετούσα στο μπάσο δεν επέτρεπε να συμπληρωθούν οι τέσσερις και να μπορώ να συνθέτωακόρντα με τέτοιο τρόπο ώστε η τονική να είναι στο μπάσο» έχει πεί ο ίδιος μουσικός, ο Διαμαντής Χιώτης.Η μοίρα της πανδούρας ή του ταμπουρά
–αργότερα τρίχορδου και στις μέρες μας μπουζουκιού– μοιάζει να είναι ένα συνεχές πήγαινε-έλα μεταξύ Ελλάδας και Ανατολής.Κάποιοι αναφέρουν ότι η ονομασία προήλθε από την ελληνική έκφραση «εν βυζίκιον» επειδή ακούμπαγε στο στήθος των γυναικών (ήταν κυρίως γυναικείο όργανο).
Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι παράγεται από την τουρκική λέξη μποζούκ, που σημαίνει λάθος, επειδή ενίοτε μετακινούνταν κάποιοι μπερντέδες και ακουγόταν φάλτσο. Αναλόγως του μεγέθους, του σχήματος, του αριθμού χορδών, του κουρδίσματος κ.λπ. διακρίνουμε το μπουζουκάκι,
το μπουζούκι, τον μπαγλαμά, τον τζουρά, το σάζι, τον ταμπουρά. Το μπουζούκι υπήρξε όργανο μονήρες, το οποίο έπαιζαντα κλεφτόπουλα, οι γυναίκες των χαρεμιών και οι φυλακισμένοι.
Όσον αφορά τους φυλακισμένους, λέγεται ότι δημιούργησαν τον μπαγλαμά προσπαθώντας να κατασκευάσουν ένα τόσο μικρό μπουζουκάκι, το οποίο θα ήταν δυνατόν να κρυφτεί κάτω από τα παλτά και τις καμπαρτίνες, για να μην τους παίρνουν πρέφα οι φύλακες.
Η προσθήκη της τέταρτης χορδής σηματοδοτεί το τέλος του ρεμπέτικου αλλά και μιας μακραίωνης παρουσίας του τρίχορδου στην ελληνική μουσική (αρχαιοελληνικό τρίχορδο ή πανδούρα, βυζαντινή θαμπούρα, νεοελληνικός ταμπουράς, τρίχορδο ρεμπετών). Περνώντας στο τετράχορδο μπουζούκι
μεταβάλλεται όλη η βασική σκέψη, κι από οριζόντια μετατρέπεται σε κάθετη. Τώρα το πεντάχορδο αν θα ταράξει με τη σειρά του τα νερά και, αν τελικά επικρατήσει, θα οδηγήσει το όργανο στην εποχή του εικοστού πρώτου αιώνα, όπου οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες αλλά και οι
πολιτισμικές είναι τελείως διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν τον προηγούμενο αιώνα. Εξάλλου, το μπουζούκι χαρακτηρίζεται από την καθαρή και μετρημένη πενιά και αυτό το στοιχείο παραμένει κοινό σε όλους τους τύπους του οργάνου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Οι εποχές αλλάζουν και μαζί μ’ αυτές και οι ανάγκες όμως η συμβολή του μπουζουκιού στην ζωή μας παραμένει σταθερή αξία.